- μελανάγριος
- μελᾰν-άγριος ἄμπελος,A vitis nigra agrestis, Gloss.: -άγριος, malva agrestis, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανάγριος — μελανάγριος, ον (Α) 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελανάγριος το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία 2. φρ. «μελανάγριος ἄμπελος» είδος αμπέλου, η μαύρη άγρια άμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἄγριος] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek